μαραγκιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μαραγκιάζω μαραντιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαραγκιάζω
✦ (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι: πώς μαραγκιάζουν τα φτωχά μηλοροδάκινα (Μ. Μαλακάσης)
✦ (μτφ. για πρόσ.) χάνω τη δροσιά μου, γερνώ, κουράζομαι
✦ (μτβ.) μαραίνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–