μαράζι


μαράζι
Προφορά

Ετυμολογία
μαράζι └τουρκ┘maraz

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαράζι

✦ μαρασμός
✦ φθίση
(μτφ. ) μεγάλη στενοχώρια, θλίψη, μελαγχολία: ντέρτι και μαράζι που ‘χω στην καρδιά (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.