μαξούλι
Προφορά
Ετυμολογία
μαξούλι └τουρκ┘mahsul
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαξούλι
✦ σοδειά, συγκομιδή: αν βαστούσε η ανεβροχιά, θα καιγόταν πάνω στα κλαδιά το μαξούλι, θα κουκούτσιαζε ο καρπός, στεγνός κι άσαρκος (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–