μαξιμαλιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
μαξιμαλιστικός μαξιμαλισμός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μαξιμαλιστικός -ή, -ό
✦ ο του μαξιμαλισμού, ο χαρακτηριζόμενος από την αναγωγή στο μάξιμουμ, από την επιδίωξη του μέγιστου: πλειοδοσία μαξιμαλιστικών αιτημάτων (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–