μαξιμαλισμός


μαξιμαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μαξιμαλισμός └λατιν┘ maximun

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαξιμαλισμός

✦ απόδοση, σε πράξη ή ιδέα, της μεγαλύτερης δυνατής αξίας, του μεγαλύτερου βαθμού σπουδαιότητας, η αναγωγή στο μάξιμουμ
✦ η επιδίωξη του μέγιστου: ο μαξιμαλισμός στις διεκδικήσεις υπονομεύει θέσεις εργασίας (Καθημερινή)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.