μανόμετρο


μανόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
μανόμετρο └γαλλ┘ manometre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μανόμετρο

✦ (Κ μανόμετρον) όργανο για τη μέτρηση της πιέσεως υγρών και αερίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.