μαντατοφόρος


μαντατοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μαντατοφόρος μαντάτο + φέρνω

Ερμηνεία
μαντατοφόρος

✦ ουσ. θηλ. κ. μαντατοφόρα αυτός που φέρνει μαντάτα, αγγελιαφόρος: σα στον πατέρα σου θα πας μαντατοφόρος, πες του και τούτο… (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.