μανταλώνω


μανταλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μανταλώνω μεταγενέστερη ελληνική μανδαλῶ

Ερμηνεία
ρήμα μανταλώνω

✦ κλείνω την πόρτα ή το παράθυρο με το μάνταλο: εκεί μανταλώνανε τις θύρες, σφαλίσαν τα παράθυρα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.