μαντίλι
Προφορά
Ετυμολογία
μαντίλι μεσαιωνική ελληνική μαντήλιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαντίλι
✦ μικρό τετράγωνο ύφασμα για καθάρισμα των ματιών, της μύτης: ξένε μου, το μαντίλι σου, στείλε το να σ’το πλύνω (δημ. τραγ.)
✦ καλύπτρα της κεφαλής των γυναικών, κεφαλόδεμα: τα σκλαβωμένα σου εξεχείλιζαν μαλλιά, φτωχούλα μου, απ’ το μαύρο σου μαντίλι (Λ. Πορφύρας)
✦ εξάρτημα της αμφίεσης, κομμάτι υφάσματος που φοριέται στο λαιμό από γυναίκες και άντρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–