μαντάμ


μαντάμ
Προφορά

Ετυμολογία
μαντάμ μεσαιωνική ελληνική μαντάμα

Ερμηνεία
μαντάμ

✦ άκλ. ουσ. κυρία
✦ οικοδέσποινα
✦ ιδιοκτήτρια πορνείου, ματρόνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.