μανσόν


μανσόν
Προφορά

Ετυμολογία
μανσόν └γαλλ┘ manchon

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μανσόν

✦ εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης, γούνινο κυλινδρικό περίβλημα, ανοιχτό στα δύο άκρα όπου μπαίνουν τα χέρια για να προστατεύονται από το κρύο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.