μανούρα


μανούρα
Προφορά

Ετυμολογία
μανούρα – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μανούρα

✦ εξοπλισμός ενός πλοίου με όλα τα απαραίτητα και αναγκαία
(μτφ. ) φασαρία, μπελαλοδουλειά
(μτφ. ) γκρίνια, εκνευρισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.