μανούλα


μανούλα
Προφορά

Ετυμολογία
μανούλα υποκοριστικό του ουσιαστικού μάνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μανούλα

✦ μητερούλα: κοντά μας κι η μανούλα σου η γριά σκυφτή (Λ. Πορφύρας)
(μτφ. ) άνθρωπος πολύ επιτήδειος, τετραπέρατος: είναι μανούλα σε κάτι τέτοιες δουλειές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.