μανούβρα


μανούβρα
Προφορά

Ετυμολογία
μανούβρα └ιταλ┘manovra

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μανούβρα

✦ ελιγμός μηχανοκίνητου μέσου: κι οι μανούβρες των τρένων που κάθε τόσο σφυρίζανε (Γ. Μπεράτης)
(μτφ. ) πλάγια ενέργεια, επιδέξιος χειρισμός ιδ. για την επίτευξη αθέμιτου σκοπού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.