μανουβράρω
Προφορά
Ετυμολογία
μανουβράρω μανούβρα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μανουβράρω
✦ εκτελώ μανούβρες: ήξερα και να μανουβράρω, σαν καλός καπετάνιος, σε θάλασσες αγριεμένες, σκοτεινές, γεμάτες ξέρες (Γ. Θεοτοκάς)
✦ χειρίζομαι μια υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–