μανιώδης


μανιώδης
Προφορά

Ετυμολογία
μανιώδης αρχαία ελληνική μανιώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ μανιώδης -ης, -ες

✦ ο κατεχόμενος από μανία, τρελός
✦ ο εξαιρετικά οργισμένος
✦ ο παθιασμένος για κάτι: μανιώδης συλλέκτης γραμματοσήμων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μανιωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.