μανιχαϊσμός


μανιχαϊσμός
Προφορά

Ετυμολογία
μανιχαϊσμός Μανιχαίος, όν. Ιρανού θρησκ. ηγέτη (3ος μ.Χ. αι.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μανιχαϊσμός

✦ θρήσκευμα που προήλθε από συγκρητισμό στοιχείων του χριστιανισμού, του βουδισμού και της περσικής θρησκείας και κατά το οποίο υπάρχουν στον κόσμο δύο θεμελιώδεις, ισοδύναμες και ανταγωνιστικές αρχές, του καλού και του κακού
✦ (φιλοσ.) κάθε θεωρία που δέχεται δύο αρχές, του καλού και του κακού, για την ερμηνεία του κόσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.