μανιπουλάρω


μανιπουλάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μανιπουλάρω └ιταλ┘manipolare

Ερμηνεία
ρήμα μανιπουλάρω

✦ δουλεύω κάτι με το χέρι, κατεργάζομαι
✦ χειρίζομαι
(μτφ. ) αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω
✦ (μτφ. πολιτ.) κατευθύνω επιτηδείως, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα, τις πολιτικές αντιδράσεις ομάδας ή ατόμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.