μανίτσα


μανίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
μανίτσα υποκοριστικό του ουσιαστικού μάνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μανίτσα

✦ μανούλα
✦ φρ. είναι μανίτσα…, εξαιρετικά επιτήδειος σε κάτι: μανίτσα από γεννησιμιού του στις δημόσιες σχέσεις (Η Πρώτη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.