μαμμωνάς


μαμμωνάς
Προφορά

Ετυμολογία
μαμμωνάς μεταγενέστερη ελληνική Μαμμωνᾶς (= πλούτος), αραμ. αρχής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαμμωνάς

✦ ο θεός του πλούτου
✦ ο πλούτος, το χρυσάφι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.