μαλώνω


μαλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μαλώνω μεσαιωνική ελληνική μαλώνω

Ερμηνεία
ρήμα μαλώνω

✦ επιπλήττω, επιτιμώ: η μητέρα του τον μάλωσε που άργησε
✦ φιλονικώ, καβγαδίζω: ποτέ δεν είδα δυο παιδάκια να μαλώνουν (Γ. Σεφέρης)
✦ διακόπτω τις φιλικές σχέσεις μου με κάποιον, ψυχραίνομαι: είμαστε μαλωμένοι και δεν μαθαίνω νέα τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.