μαλτεζόπλακα
Προφορά
Ετυμολογία
μαλτεζόπλακα Μαλτέζος, -ικος (
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαλτεζόπλακα
✦ πλάκα από ασβεστόλιθο της νήσου Μάλτας που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για την επίστρωση δαπέδων: είναι εκεί σωροί από πέτρες, από ξύλα, κεραμίδια, τούβλα, μαλτεζόπλακες, μάρμαρα θρυμματισμένα (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–