μαλλιοκέφαλα


μαλλιοκέφαλα
Προφορά

Ετυμολογία
μαλλιοκέφαλα μαλλί + κεφάλι

Ερμηνεία
μαλλιοκέφαλα

✦ ουσ. τα μαλλιά της κεφαλής, ιδ. στη φρ. ξόδεψα τα μαλλιοκέφαλά μου, δαπάνησα πολλά χρήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.