μαλλιαρισμός


μαλλιαρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μαλλιαρισμός μαλλιαρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαλλιαρισμός

✦ το κίνημα των δημοτικιστών
✦ η υπερβολική ακρότητα στη χρησιμοποίηση της δημοτικής γλώσσας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.