μαλλί
Προφορά
Ετυμολογία
μαλλί μεσαιωνική ελληνική μαλλίν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαλλί
✦ το τρίχωμα των ζώων, έριο
✦ τα μαλλιά, η κόμη του ανθρώπου: και των μαλλιώνε της τ’ ωραίο πλήθος (Διον. Σολωμός) – μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα (Κ. Καβάφης)
✦ (συνεκδ.) τα τριχίδια φυτών
✦ φρ. γίναμε μαλλιά κουβάρια, τσακωθήκαμε άσκημα – πόσο πάει το μαλλί, πόσο κοστίζει – χρωστάει τα μαλλιά της κεφαλής του, χρωστάει αμέτρητα ποσά – έβγαλε η γλώσσα μου μαλλί, μάταια προσπαθούσα να πείσω κάποιον – (παροιμ.) ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, για κάποιον που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και προσπαθεί να σωθεί με ανώφελες προσπάθειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–