μαλάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μαλάζω αρχαία ελληνική μαλάσσω
Ερμηνεία
μαλάζω
✦ κ. μαλάσσω ρ. (μάλ-αξα, -άχτηκα· Κ μαλάσσω) κάνω κάτι μαλακό τρίβοντας ή ζυμώνοντάς το με τα χέρια
✦ ψηλαφώ, πασπατεύω
✦ (μτφ. ) κατευνάζω, ηρεμώ: ένα σεμνό χαμόγελο μάλαζε το πρόσωπό του (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–