μακρόχρονος


μακρόχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
μακρόχρονος μακρός + χρόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μακρόχρονος -η, -ο

✦ που ζει ή διαρκεί πολλά χρόνια
✦ (γραμμ.) μακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρό φωνήεν

Συνώνυμα
πολύχρονος
Αντίθετα
λιγόχρονος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.