μακρόσυρτος


μακρόσυρτος
Προφορά

Ετυμολογία
μακρόσυρτος μακρός + σύρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μακρόσυρτος -η, -ο

✦ που σέρνεται, που τραβάει σε μάκρος: μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.