μακρός
Προφορά
Ετυμολογία
μακρός αρχαία ελληνική μακρός
Ερμηνεία
μακρός
✦ -ά, -ό επίθ. (Κ -ά, -όν) που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς
✦ που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα: μακρά πορεία
✦ φρ. επί μακρόν, για πολύν καιρό
✦ εκτενής, διεξοδικός: φρ. δια μακρών, αναλυτικά
✦ (γραμμ.) μακρά, τα φωνήεντα η, ω καθώς και τα δίχρονα σε όσες περιπτώσεις οι αρχαίοι τα πρόφεραν παρατεταμένα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βραχέα
Επιρρήματα
μακρώς