μακρόπνοος


μακρόπνοος
Προφορά

Ετυμολογία
μακρόπνοος αρχαία ελληνική μακρόπνους

Ερμηνεία
επίθετο┘ μακρόπνοος -η, -ο

✦ ο μακράς πνοής, που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα: μακρόπνοο πρόγραμμα – μακρόπνοη προσπάθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.