μακρυμάνικος


μακρυμάνικος
Προφορά

Ετυμολογία
μακρυμάνικος μακρύς + μανίκι

Ερμηνεία
μακρυμάνικος

✦ κ. μακρυμάνικος, -η, -ο επίθ. για ένδυμα, που έχει μακριά μανίκια

Συνώνυμα

Αντίθετα
κοντομάνικος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.