μακροχρονίζω


μακροχρονίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μακροχρονίζω μεταγενέστερη ελληνική μακροχρονίζω

Ερμηνεία
ρήμα μακροχρονίζω

✦ ζω για πολλά χρόνια, διαρκώ για μεγάλο χρονικό διάστημα
✦ παρατείνω ενέργεια, χρονίζω, βραδύνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.