μακροζωία


μακροζωία
Προφορά

Ετυμολογία
μακροζωία μεταγενέστερη ελληνική μακροζωία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μακροζωία

✦ το να ζει κανείς πολλά χρόνια, μακροβιότητα

Συνώνυμα
μακροημέρευση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.