μακαρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μακαρισμός αρχαία ελληνική μακαρισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μακαρισμός
✦ ευδαιμονισμός, καλοτύχισμα
✦ (εκκλ.) μακαρισμοί, οι εννέα σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους ομιλία του Χριστού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–