μακαριά


μακαριά
Προφορά

Ετυμολογία
μακαριά αρχαία ελληνική μακαρία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μακαριά

✦ το ψωμί που μοιράζεται μετά την κηδεία: έφαγαν με μεγάλη όρεξη τις μακαριές και ήπιαν από ένα κρασί για το συχώριο της γριάς (Στρ. Μυριβήλης)
✦ το τραπέζι που γίνεται μετά την κηδεία στο σπίτι του νεκρού, ο νεκρόδειπνος: μερικά κριάρια που σφαχτήκαν για τη μακαριά (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.