μακαρθισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μακαρθισμός όν. Αμερικανού γερουσιαστή Joseph Raymont Mac Carthy, που στις αρχές της δεκαετίας του 1950 διετύπωσε κατηγορίες για υπονομευτικές δραστηριότητες κομουνιστών σε ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μακαρθισμός
✦ όρος που καθιερώθηκε στην πολιτική ζωή της Αμερικής με την έννοια της ακραίας μορφής του αντικομουνισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–