μακαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
μακαρίζω αρχαία ελληνική μακαρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μακαρίζω
✦ θεωρώ κάποιον ευτυχισμένο, καλοτυχίζω: σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους (Κ. Καβάφης)
✦ παροιμ. φρ. μηδένα προ του τέλους μακάριζε, μη θεωρείς κάποιον ευτυχή προτού να δεις το τέλος του
Συνώνυμα
ευδαιμονίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–