μακάριος
Προφορά
Ετυμολογία
μακάριος αρχαία ελληνική μακάριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μακάριος -ια, -ιο
✦ ευτυχισμένος
✦ ήρεμος, γαλήνιος
✦ ασυγκίνητος
✦ (το αρσεν. υπερθ.) μακαριότατος, τίτλος πατριαρχών και αρχιεπισκόπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μακάρια (Κ μακαρίως)