μακάβριος
Προφορά
Ετυμολογία
μακάβριος └γαλλ┘ macabre, πιθανόν από το Machabeorum chorea (= χοροί των Μακκαβαίων, νεκρικοί χοροί κατά το μεσαίωνα)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μακάβριος -ια, -ιο
✦ ο νεκρικός, ο πολύ πένθιμος, που εμπνέει τη φρίκη του θανάτου: τι έρχεται το μακάβριο γλέντι για να μου πάρουν το λεβέντη (Μ. Φιλήντας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–