μαιευτική
Προφορά
Ετυμολογία
μαιευτική └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. μαιευτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαιευτική
✦ κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τη λοχεία
✦ (φιλοσ.) συζητητική μέθοδος για την απόσπαση απαντήσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–