μαθητιώ


μαθητιώ
Προφορά

Ετυμολογία
μαθητιώ αρχαία ελληνική μαθητιάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα μαθητιώ -άς, -ά

✦ είμαι μαθητής, μαθητεύω· εύχρ. στη φρ. η μαθητιώσα νεολαία, το σύνολο των μαθητών, των νέων που φοιτούν στα σχολεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.