μαθησιακός


μαθησιακός
Προφορά

Ετυμολογία
μαθησιακός μάθηση

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαθησιακός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάθηση, ο σχετικός με τη μάθηση: μαθητές και εκπαιδευτικοί μαζί ζητούν αυστηρότερες μαθησιακές διαδικασίες (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.