μαγκάλι


μαγκάλι
Προφορά

Ετυμολογία
μαγκάλι └τουρκ┘mangal

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαγκάλι

✦ μεταλλικό σκεύος όπου τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων, πύραυνον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.