μαγικός
Προφορά
Ετυμολογία
μαγικός μεταγενέστερη ελληνική μαγικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μαγικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στους μάγους ή τη μαγεία
✦ μαγική εικόνα, στην οποία υπάρχει εντέχνως κρυμμένη δεύτερη παράσταση· (μτφ. ) για κατάσταση, που ενώ τα στοιχεία που την απαρτίζουν είναι φανερά, είναι δυσνόητη
✦ θελκτικός, γοητευτικός
✦ πληθ. ουδ. τα μαγικά ως ουσ., τα μάγια, τα φίλτρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μαγικά (Κ μαγικώς)