μαγεύτρα


μαγεύτρα
Προφορά

Ετυμολογία
μαγεύτρα μαγεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαγεύτρα

✦ η μάγισσα: περδικόστηθη τσιγγάνα, ω μαγεύτρα (Κ. Παλαμάς)
(μτφ. ) γόησσα
✦ (ως επίθ.) η μαγική: η μαγεύτρα φύση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.