μαγερειό


μαγερειό
Προφορά

Ετυμολογία
μαγερειό αρχαία ελληνική μαγειρεῖον

Ερμηνεία
μαγερειό

✦ (Κ μαγειρείον) ο χώρος όπου φτιάχνονται τα φαγητά, κουζίνα: οι υπηρέτες μαζεμένοι στο μαγερειό σχολίαζαν τα γεγονότα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ λαϊκό εστιατόριο, μαγέρικο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.