μίσχος


μίσχος
Προφορά

Ετυμολογία
μίσχος μεταγενέστερη ελληνική μίσχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μίσχος

✦ λεπτό στέλεχος που συνδέει το φύλλο με το φυτό, κοτσάνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.