μίνιμουμ


μίνιμουμ
Προφορά

Ετυμολογία
μίνιμουμ └λατιν┘ minimum, └ουδ┘ του minimus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μίνιμουμ

✦ το ελάχιστο όριο, ο κατώτατος βαθμός
✦ κ. ως επίθ. ελάχιστος: να υπάρξει κάποια μίνιμουμ συναίνεση (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
μάξιμουμ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.