μίμος
Προφορά
Ετυμολογία
μίμος αρχαία ελληνική μῖμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μίμος
✦ στην αρχαία ελληνική ελλ. και λατιν. λογοτεχνία, είδος ρεαλιστικής κωμωδίας που σκοπό είχε τη μίμηση της ζωής και των ηθών
✦ ηθοποιός που έπαιζε σ’ αυτές τις κωμωδίες και αργότερα στις παντομίμες
✦ άνθρωπος που μιμείται με διασκεδαστικό τρόπο την ομιλία ή τις κινήσεις άλλων (προσώπων ή ζώων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–