μίζα


μίζα
Προφορά

Ετυμολογία
μίζα └γαλλ┘ mise, └θηλ┘ της μτχ. mis του mettre (= βάζω, θέτω)

Ερμηνεία
μίζα

✦ το αρχικό ποσό που καταθέτει κάθε παίκτης τυχερού παιχνιδιού
✦ μερίδιο από ύποπτη επιχείρηση ή εκδούλευση: πήρε γενναία μίζα απ’ αυτήν τη βρομοδουλειά
✦ (τεχνολ.) μικρός ισχυρός ηλεκτρικός κινητήρας των αυτοκινήτων, που χρησιμεύει για την εκκίνηση του κινητήρα εσωτερικής καύσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.